Dictionary of Greek. 2013.
δοξοκόπῳ — δοξοκόπος thirsting for notoriety masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλοκοπώ — δειλοκοπῶ ( έω) (Α) εξαπατώ ή τρομοκρατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειλός + κοπώ < κοπος < κόπτω (πρβλ. δοξοκοπώ, σεμνοκοπώ)] … Dictionary of Greek